ηλίανθος

ηλίανθος
Πολυετής, ριζωματώδης πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), η οποία κατάγεται από την Αμερική. Στην Ελλάδα καλλιεργείται εδώ και πολλά χρόνια. Φτάνει σε ύψος 2-3 μ. και έχει κιτρινόχρυσα άνθη κατά κεφάλια με διάμετρο 3-8 εκ., που σχηματίζουν επάκρια φόβη· ανθίζει από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο. Τα κονδυλώδη ριζώματά του, γνωστά στην Ελλάδα με την ονομασία κολοκάσι, χοντρά και οξώδη, είναι πλούσια σε άμυλο και συλλέγονται πριν από τον χειμώνα. Χρησιμοποιούνται κυρίως για τη διατροφή των ζώων·τα νεαρά φυτά θεωρούνται άριστη νωπή χορτονομή. Είναι κατάλληλο φυτό για φράχτες κατά μήκος των δρόμων ή στις άκρες των λαχανόκηπων. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σποραδικά, κυρίως ως καλλωπιστικό και κατά δεύτερο λόγο ως κτηνοτροφή. Διαφορετικό είδος είναι ο η. ο ετήσιος. Ριζώματα του ηλίανθου του κονδυλώδους.
* * *
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα, κν. ήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. helianthus < heli- (πρβλ. ήλιο-*) + -anthus (πρβλ. άνθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • ηλιανθέλαιο — και ηλιέλαιο, το εδώδιμο λάδι που εξάγεται από τα σπέρματα τού φυτού ηλίανθος, κν. ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίανθος + έλαιο] …   Dictionary of Greek

  • βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …   Dictionary of Greek

  • ηλιανθίνη — Συνθετική χρωστική ουσία, με χημικό τύπο (CH3)2 N C6H4N=N C6H4 SO3H, που παρασκευάζεται με σύζευξη διαζωτωμένου σουλφανιλικού οξέος και διμεθυλανιλίνης. Χρησιμοποιείται ως χρώμα στη βαφική και ως δείκτης στην αναλυτική χημεία με τη μορφή του… …   Dictionary of Greek

  • ηλιόσπορος — και λιόσπορος, ο βοτ. ο σπόρος τού φυτού ηλίανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + σπόρος] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • λιοστρόφι — το το φυτό ηλίανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (I)* + στρόφι (< στρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • λιόδρομο — το το φυτό ηλίανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (I)* + δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”